- ακουκούλωτος
- -η, -ο1. αυτός που δεν φορά κουκούλα2. που δεν σκεπάζεται ή δεν σκεπάστηκε μέχρι το κεφάλι3. (για πρόσωπα) που δεν παντρεύτηκε αναγκαστικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + κουκουλωτός < κουκουλώνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακουκούλωτος — η, ο 1. αυτός που δε φορεί στο κεφάλι κουκούλα: Μ όλο το κρύο πήγε στις ελιές ακουκούλωτος. 2. αυτός που δε σκεπάζεται ως το κεφάλι: Και το βαρύ χειμώνα κοιμάται ακουκούλωτος. 3. αυτός που δεν παντρεύτηκε: Πλησιάζει τα σαράντα και είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)